Τον λένε Ανάργυρο και ό,τι πιάνει γίνεται χρυσός: η περιγραφή παραπέμπει στην «Κάλπικη Λίρα», τη σπονδυλωτή ταινία που γύρισε ο Γιώργος Τζαβέλλας το 1957. Ο ήρωας της πρώτης ιστορίας του φιλμ είναι ένας τίμιος μέχρι βλακείας χαράκτης, τον οποίο παίζει ο Βασίλης Λογοθετίδης. Αν και αμέμπτου ηθικής, κάποια στιγμή στη ζωή του ο Ανάργυρος ενδίδει στη γοητεία μιας εκρηκτικής ξανθιάς (την υποδύεται η Ίλια Λιβυκού) και βουτάει το χέρι του στο βάζο με το γλυκό. Είναι ένα χέρι θαυματουργό, που για χρόνια χάραζε στο μέταλλο σχέδια και αναμνηστικές φιγούρες με εκπληκτική ακρίβεια. «Κρίμα να κατατρίβεται με τα ασήμαντα ένα τέτοιο χέρι», λέει στον Ανάργυρο ο πειρασμός και τον μεταβάλλει από χαράκτη σε παραχαράκτη. Η κάλπικη λίρα που φτιάχνει στο εργαστήρι του ο ήρωας δεν ξεχωρίζει σε τίποτα από τις αληθινές, τουλάχιστον μέχρι να πέσει στα χέρια κάποιου ειδικού. Όταν αυτό συμβεί -και προ του κινδύνου να τον κάνουν τσακωτό-, ο Ανάργυρος Λουμπαρδόπουλος ξεστήνει άρον άρον τα μηχανήματα της δουλειάς, ξαποστέλνει την ξανθιά και το μοναδικό πειστήριο του εγκλήματος, την ψεύτικη λίρα, κι επανέρχεται στην ενάρετη και βαρετή ζωή του.
Υπάρχει, όμως, κι ένας άλλος Ανάργυρος, απολύτως αληθινός, που, αν και το ίδιο «χρυσοχέρης» με το φανταστικό ήρωα του Τζαβέλλα, διαθέτει πολύ μεγαλύτερο σθένος - ή ίσως μικρότερες αντιστάσεις. Είναι ο Ανάργυρος Καραβουρνιώτης, ο οποίος ήταν μόλις 6 χρονών όταν γυριζόταν η Κάλπικη Λίρα και ήδη πάλευε με τη φτώχεια σε ένα μικρό χωριό της γενέτειράς του, Κεφαλλονιάς. Στον καθημερινό αγώνα της οικογένειάς του για επιβίωση, συνέβαλλε και ο ίδιος με το χαρισματικό του χέρι - ένα χέρι που μπορεί να μη χάραζε αριστουργήματα, αλλά έριχνε βολές εκπληκτικής ακρίβειας, χάρη στις οποίες ο Καραβουρνιώτης κέρδιζε συνεχώς στα αυτοσχέδια «τυχερά» παιχνίδια που στήνονταν στη γειτονιά του κι επέστρεφε σπίτι με δυο-τρεις δραχμές στην τσέπη, για να συμπληρώσει τον καθημερινό επιούσιο. «Είχα πολύ σταθερό χέρι τότε», θυμάται σήμερα ο Ανάργυρος. Ευτυχώς, ο πατέρας του ήταν λιγότερο καλός στις ρίψεις. Έτσι, το φτυάρι που εκσφενδόνισε μια μέρα πέρασε δίπλα από το κεφάλι του 15χρονου, ο οποίος έκτοτε έριξε μαύρη πέτρα πίσω του και δεν εμφανίστηκε ξανά στο σπίτι.
Από εκείνη την εποχή μέχρι τη μέρα που μπήκε σε ένα καζίνο του Λας Βέγκας, με το όνομα Archie Karas και μόνο 50 δολάρια στην τσέπη, μεσολάβησαν εικοσιέξι χρόνια. Ό,τι ακολούθησε στη συνέχεια είναι το μεγαλύτερο σερί νικών στην ιστορία των χαρτοπαικτικών παιγνίων, γνωστό και ως «The Run». Για έξι ολόκληρους μήνες ο Archie κέρδιζε συνεχώς, τρομοκρατώντας τα μεγάλα ονόματα του πόκερ που, από ένα σημείο και μετά, αρνούνταν να κάτσουν στο ίδιο τραπέζι μαζί του. Αλλά μέχρι να μη βρίσκει πια αντίπαλο, ο Καραβουρνιώτης είχε καταφέρει να βάλει στην τσέπη του 17 εκατομμύρια δολάρια.
Κάθε συνετός άνθρωπος, θα είχε αφήσει πίσω του τις σειρήνες του «στριπ»: Είναι η κατάφωτη κεντρική λεωφόρος του Λας Βέγκας, στην οποία σουλατσάρουν άσπρες 7μετρες λιμουζίνες, με νεόνυμφα ζευγαράκια που παντρεύονται στο φτερό σε κάποιο από τα παρακείμενα εκκλησάκια. Εκκατέρωθέν της βρίσκονται οι κιτς ναοί του τζόγου, στους οποίους διέπρεψε ο Archie. Τυπικός ντοστογιεφσκικός «παίχτης», ο ελληνοαμερικανός -πια- τζογαδόρος δεν μπορούσε να βρει άλλο ενδιαφέρον στη ζωή του έξω από αυτή τη στενή λωρίδα των δύο χιλιομέτρων, όπου η πτώση ακολουθεί την άνοδο εν ριπή οφθαλμού. Παρέμεινε, λοιπόν, στα πέριξ, παίζοντας ζάρια, μπακαρά, οτιδήποτε μπορούσε να τροφοδοτήσει τον εθισμό του - και τον τραπεζικό λογαριασμό του. Για την ακρίβεια, πολλά από τα χρήματα που κέρδιζε δεν τα κατέθετε, ένεκα της φύσης της «δουλειάς»: καθώς τα πονταρίσματά του έφθασαν να αντιπροσωπεύουν χιλιάδες ή και εκατομμύρια δολαρίων, κυκλοφορούσε έχοντας πάνω του δεσμίδες χαρτονομισμάτων, ενώ οπλοφορούσε και, συχνά, διέθετε συνοδούς ασφαλείας, μεταξύ των οποίων και ο αδερφός του.
Μέχρι το 1995, ο Ανάργυρος είχε καταφέρει να μεγεθύνει την περιουσία του στα 40 εκατομμύρια. Ούτε και τότε αποφάσισε να φύγει. Αντίθετα με τον «Λουμπαρδόπουλο», αυτός εδώ ήταν φτιαγμένος για να τσουρουφλιστεί. «Τα χρήματα δεν σημαίνουν τίποτα για μένα», έχει δηλώσει. «Δεν τα εκτιμώ και, άλλωστε, μπόρεσα να αποκτήσω οποιοδήποτε καταναλωτικό αγαθό ήθελα – είχα τα πάντα. Δεν είχα, όμως, όσα τα χρήματα δεν είναι σε θέση να εξασφαλίσουν: Υγεία, ελευθερία, αγάπη, ευτυχία…». Ένας καταραμένος ήρωας, με σάρκα και οστά. Σε τρεις εβδομάδες, ο Archie είχε εξανεμίσει 39 από τα 40 εκατομμύριά του. Μετά τζογάρισε και το τελευταίο, το διπλασίασε και, μέσα στο ίδιο βράδυ, το έχασε στα ζάρια και το μπακαρά.
Πρόκειται, ίσως, για το μεγαλύτερο τζογαδόρο στην ιστορία, ο οποίος κατά πολλούς ξεπερνά ακόμη και τον περίφημο Nick the Greek (άντε μετά να ισχυριστεί κανείς ότι η ράτσα των Ελλήνων δεν έχει στο DNA της τον τζόγο…). Πολλοί μαγεύτηκαν από τα φώτα των καζίνο, ματσώθηκαν και ξεπουπουλιάστηκαν γρήγορα, αλλά κανείς άλλος δεν έχει παίξει -κερδίσει ή χάσει- τόσο πολλά χρήματα. «Θεωρώ ότι είμαι ο βασιλιάς του τζόγου», δήλωνε αυτάρεσκα στο ESPN, το 2007. «Τα κέρδισα, τα έχασα και, όπως λέει και ο Frank Sinatra, “I did it my way”».
Μόνο που «ο τρόπος του» δεν φαίνεται να ήταν πάντοτε καθαρός: το επιδέξιο χέρι του Ανάργυρου κατηγορήθηκε ότι σημάδευε τις τράπουλες και προσπαθούσε να εξαπατήσει. Σε όλη του την καριέρα, αντιαμετώπισε μια σειρά συλλήψεων, που άρχισαν πριν ακόμη γίνει όνομα -το 1988, το 1992, το 1996 και το 2007-, με την κατηγορία ότι έκλεβε στο blackjack. Παρόλο το κυνήγι που δέχθηκε, όμως, από τις νομικές υπηρεσίες των μεγάλων καζίνων, ο Καραβουρνιώτης δεν είχε καταδικαστεί, μέχρι πέρυσι. Τότε οι διώκτες του κατάφεραν να «δέσουν» την υπόθεση και να αποδείξουν, μέσω του υλικού που συγκεντρώθηκε από τις κάμερες ασφαλείας των καζίνων, ότι ο «βασιλιάς του τζόγου» με τα χρυσοποίκιλτα δαχτυλίδια είχε παραχαράξει την τράπουλα - όπως ο Λογοθετίδης τη λίρα.
Σύμφωνα με το κατηγορητήριο, ο Karas σημάδευε τα χαρτιά με μικροσκοπικά στίγματα από μελάνι κατά τη διάρκεια του «21» στο Barona Resort της Καλιφόρνιας. Έτσι, καθώς το παιχνίδι προχωρούσε, ήταν σε θέση να ξέρει αν έπρεπε να τραβήξει κι άλλο φύλλο σε κάθε παρτίδα ή αν θα καιγόταν. Παρά το ότι κέρδισε 8.000 δολάρια, τελικά ο Archie «κάηκε», καθώς το κόλπο του ανακαλύφθηκε: είχε φτιάξει κούφιες μάρκες και μέσα τους έκρυβε το μελάνι με το οποίο σημάδευε τα φύλλα. Σε έρευνα που έγινε στο σπίτι του, μάλιστα, ανακαλύφθηκαν παρόμοιες κούφιες μάρκες και από άλλα καζίνο, χωρίς όμως να αντιμετωπίσει άλλες αγωγές.
Μετά την τελευταία του σύλληψη, το 2013, ο Archie Karas πέρασε 73 ημέρες στη φυλακή, μέχρι να αποφυλακιστεί στη συνέχεια με εγγύηση. Όταν τελεσιδίκησε η υπόθεση, κατάφερε να τη σκαπουλάρει με τριετή επιτήρηση και καταβολή χρηματικής αποζημίωσης στα «θύματά» του, αν και η κατηγορία που αντιμετώπιζε επισύρει τρία χρόνια φυλάκισης. Σήμερα εξακολουθεί να ζει στο Βέγκας με την οικογένειά του και πολλοί πιστεύουν ότι δύσκολα θα μείνει μακριά από την πράσινη τσόχα για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Πάντως, μπορεί, συνολικά, ο Ανάργυρος να τζογάρισε περισσότερα από οποιονδήποτε άλλο στην ιστορία του τζόγου, αλλά υπάρχουν και περιπτώσεις παιχτών με πιο εκκωφαντικές πτώσεις. Ένας τέτοιος «άτυχος» είναι ο Terrance Watanabe που, αντίθετα με τον Karas, συγκέντρωσε με τον ιδρώτα του προσώπου του ή, εν πάση περιπτώσει, με την επιχειρηματική του δράση μια τεράστια περιουσία, για να τη σκορπίσει το 2007 στο «στριπ». Προφανώς, ύστερα από τόση προσπάθεια, θεώρησε καλό να το ρίξει λίγο έξω, διασκεδάζοντας στο Rio και το Caesar's Palace τού Βέγκας. Και, όντως, το έριξε έξω - όχι «λίγο»: ο αθώος businessman από την Νεμπράσκα ήταν ιδανική λεία για τους αετονύχηδες, τουλάχιστον σύμφωνα με την αγωγή που κατέθεσε ο ίδιος έναντίον των υπευθύνων των δύο καζίνων. Σε αυτήν υποστηρίζει ότι το προσωπικό τον άφηνε να παίζει, παρότι βρισκόταν υπό την επήρεια ουσιών. Φυσικά, μετά την απομάκρυνση από το ταμείο, ουδέν λάθος αναγνωρίστηκε, έστω κι αν αυτό το «λάθος» κόστισε στον Watanabe 204 εκατομμύρια δολάρια σε ένα χρόνο.