Η νέα πρόκληση των τραπεζών: Αναδιάρθρωση ή Νέα Αύξηση Κεφαλαίου


Σε αμυντικές κινήσεις θα επιδοθούν για τα επόμενα δύο, τουλάχιστον, χρόνια οι διοικήσεις των ελληνικών τραπεζών, παρά σε παραδοσιακές τραπεζικές εργασίες. Θα εστιάσουν δηλαδή τις προσπάθειες τους στη διαχείριση των κόκκινων δανείων και στις πωλήσεις στοιχείων ενεργητικού.
AdTech Ad

Στόχος των διοικήσεων είναι να αντισταθμίσουν το γεγονός ότι το επόμενο διάστημα η πορεία της οικονομίας δε θα μπορέσει να βοηθήσει τις ελληνικές τράπεζες. Και τούτο διότι η εξέλιξη της οικονομίας στο άμεσο μέλλον θα παίξει τον κρισιμότερο ρόλο στο κατά πόσο οι τράπεζες θα χρειαστούν σύντομα νέες αυξήσεις κεφαλαίου.
Οι υπολογισμοί βάσει των οποίων προσδιορίστηκαν τα ποσά της πρόσφατης ανακεφαλαιοποίησης των ελληνικών τραπεζών, στηρίχθηκαν κυρίως πάνω σε συγκεκριμένες υποθέσεις σταδιακής ανάκαμψης της οικονομίας, που με τη σειρά της θα περιόριζε η και θα μείωνε τη δημιουργία νέων κόκκινων δανείων, απελευθερώνοντας προβλέψεις και εποπτικά κεφάλαια στις τράπεζες, αυξάνοντας παράλληλα τους κεφαλαιακούς τους δείκτες.
Προς το παρόν τουλάχιστον, δεν διαφαίνεται ότι οι προβλέψεις αυτές για την πορεία της οικονομίας θα επιβεβαιωθούν. Η συνεχιζόμενη αδυναμία των τραπεζών να δανείσουν την οικονομία λόγω έλλειψης ρευστότητας, η αδυναμία του κράτους να χρηματοδοτήσει με ίδιους πόρους την ανάπτυξη καθώς και η συνεχιζόμενη έλλειψη διάθεσης ξένων επενδυτών να επενδύσουν στη χώρα μας, ρεαλιστικά στερούν τη χώρα από οποιαδήποτε πιθανότητα οικονομικής ανάκαμψης, τουλάχιστον στο άμεσο μέλλον.
Με αυτά τα δεδομένα, οι τράπεζες θα χρειασθούν σύντομα νέα κεφάλαια για να αντιμετωπίσουν τα νέα κόκκινα δάνεια που αναπόφευκτα θα δημιουργηθούν.
Ύστατη ελπίδα σε αυτή τη πρόκληση είναι η κατά γράμμα εκτέλεση των συμφωνηθέντων προγραμμάτων αναδιάρθρωσης/απομόχλευσης των τραπεζών που σκοπό έχουν να τις κάνουν πιο ανταγωνιστικές, ούτως ώστε να επανέλθουν σε διατηρήσιμη κερδοφορία. Σημειώνεται ότι η κερδοφορία δεν είναι μόνο αναγκαία για να αντιμετωπισθεί κάπως το πρόβλημα της αύξησης των νέων κόκκινων δανείων λόγω έλλειψης ανάπτυξης. Είναι αναγκαία για να αντισταθμίσει και τη σταδιακή μείωση του ποσοστού της αναβαλλόμενης φορολογίας στον υπολογισμό των ιδίων εποπτικών κεφαλαίων των τραπεζών, όπως έχει αποφασίσει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Υπενθυμίζεται ότι σήμερα το ποσοστό της αναβαλλόμενης φορολογίας που υπολογίζεται στους κεφαλαιακούς δείκτες των ελληνικών τραπεζών είναι κατά μέσον όρο μεγαλύτερο του συνόλου των εποπτικών κεφαλαίων, όταν ο μέσος όρος των ευρωπαϊκών τραπεζών είναι λιγότερο του 20%.